- κοπτός
- κοπτός, -ή, -όν (Α)βλ. κοφτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοπτός — chopped small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόπτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοπτός ή Κόπτος — Αρχαία φαραωνική πόλη, πρωτεύουσα του νομού Χαρουί. Ήταν χτισμένη στα Β των Θηβών (των εκατονταπύλων Θηβών), το σημερινό Λούξορ, στη δεξιά όχθη του Νείλου. Στα χρόνια των φαραώ της θηβαϊκής δυναστείας γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς βρισκόταν στον… … Dictionary of Greek
Κόπτω — Κόπτος masc nom/voc/acc dual Κόπτος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Копт — (Κόπτος) главный гор. 5 го верхнеегипетского нома (Панополь, по египетски Кебти), стоявший у поворота Нила и бывший самым восточным из всех египетских городов. Находясь у входа в пустыню, на дороге, ближайшей к Гаммамату и Чермному морю, он скоро … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κόπτε — Κόπτος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόπτοι — Κόπτος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόπτοις — Κόπτος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόπτον — Κόπτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόπτου — Κόπτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)